ισοπεδώνω

ισοπεδώνω
ισοπέδωσα, ισοπεδώθηκα, ισοπεδωμένος
1. κάνω ομαλή και ίση την επιφάνεια: Ισοπεδώνω κάποιον τόπο για να τον καλλιεργήσω.
2. εξισώνω, καταργώ τις διαφορές και τις διακρίσεις: Ισοπεδώνω τις κοινωνικές τάξεις.
3. μτφ., καταστρέφω, γκρεμίζω: Ο σεισμός ισοπέδωσε ολόκληρες πόλεις.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ισοπεδώνω — ισοπεδώνω, ισοπέδωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ισοπεδώνω — 1. κάνω κάτι ισόπεδο, καθιστώ μια επιφάνεια ομαλή 2. μτφ. 1. καταργώ τις διαφορές και διακρίσεις που υπάρχουν, εξομοιώνω, εξισώνω 2. κατεδαφίζω, γκρεμίζω, καταστρέφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσόπεδος. Η λ. στον λόγιο τ. ίσοπεδόω ῶ μαρτυρείται από το 1856… …   Dictionary of Greek

  • ισοπέδωση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ισοπεδώνω, εξομάλυνση επιφάνειας, ισοπέδωμα, επιπέδωση, ίσιωμα επιφάνειας 2. μτφ. 1. κατάργηση κοινωνικών διαφορών και διακρίσεων, κοινωνική εξίσωση, εξομοίωση 2. κατεδάφιση, γκρέμισμα, καταστροφή. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • καθομαλίζω — (Μ) 1. χαϊδεύω 2. κάνω κάτι ομαλό, εξομαλίζω, ισοπεδώνω, ισάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὁμαλίζω «εξισώνω, ισοπεδώνω» < ὁμαλός] …   Dictionary of Greek

  • κυλινδρώ — και κυλιντρώ και κυλιντρίζω και κυλινδρώνω (AM κυλινδρῶ, όω, Μ και κυλιντρώ και κυλιντρίζω) [κύλινδρος] νεοελλ. δίνω σε κάτι μορφή κυλίνδρου, κυλινδρικό σχήμα νεοελλ. αρχ. ισοπεδώνω, ομαλίζω, λειαίνω μια επιφάνεια εδάφους ή έναν δρόμο, τήν… …   Dictionary of Greek

  • διομαλύνω — (Α) [ομαλύνω] καθιστώ κάτι ομαλό, ισοπεδώνω …   Dictionary of Greek

  • εδαφίζω — (AM ἐδαφίζω) [έδαφος] ισοπεδώνω, εξομαλύνω έδαφος ή δάπεδο μσν. κατεδαφίζω, γκρεμίζω …   Dictionary of Greek

  • εκχωματίζω — σκάβοντας αφαιρώ το χώμα και ισοπεδώνω το έδαφος ή κατασκευάζω τάφρο, όρυγμα, χαντάκι, ξεχωματώνω …   Dictionary of Greek

  • εξαιρώ — (AM ἐξαιρῶ, έω) [αιρώ] 1. βγάζω από μέσα, αφαιρώ 2. δεν συμπεριλαμβάνω με άλλους, αποκλείω («τὰς μητέρας ἐξελόντες», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. για ειδικούς λόγους απαλλάσσω ή αποκλείω κάποιον από καθήκον ή δικαίωμα («ο νόμος εξαιρεί τα παιδιά τών… …   Dictionary of Greek

  • εξεδαφίζω — ἐξεδαφίζω (AM) (Μ και ἐκδαφίζω) γκρεμίζω, ισοπεδώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”